Πλην Λακεδαιμονίων
(των αδελφών τους από το γένος του Αβραάμ[1])
και θεοληρούντων «Στην Ελλάς του 2000»,
στην Ελλάς των διαβαλκανικών business και των διαπλεκομένων,
στην Ελλάς της –πάση θυσία– ένταξης σε μια νεκρή πνευματικά Ευρώπη,
στην Ελλάς των ευρωλιγούρηδων, των ευρωληρούντων
και των παραληρούντων,
στην Ελλάς των αντιαμερικανών του «Στρατηγέ μου, ιδού ο στρατός σας!»,
στην Ελλάς του «Ευχαριστούμε τους Αμερικανούς για τα Ίμια»,
και του «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο»,
στην Ελλάς των «περιβολιών της μουσικής» και των «μεγάρων της Παναγίας»,
στην Ελλάς του πολιτιστικού επαρχιωτισμού
και του αθηναϊκού υδροκρατισμού…
Στην Ελλάς του 2000,
δεν υποφέρει μόνον η αιτιατική,
υποφέρουν και όλοι οι Χαρισματικοί Ιδαλγοί ντε λα Χλαπάτσα,
οι Δον Κιχώτες του μηρυκασμού,
που ονειρεύονται την «ορθή πολιτεία» των πλατωνικών «διονυσιοκολάκων»,
που θεωρούν ότι ο Επίκουρος είναι ταβέρνα στους Αμπελοκήπους,
που λακωνίζουν αθηναιολογούντες,
που αποδέχονται την Καινή Διαθήκη του Υιού και απορρίπτουν την
Παλαιά Διαθήκη του Πατρός,
που θεωρούν Μέγα τον Κωνσταντίνο και βάρβαρο τον Αλάριχο,
που ονειρεύονται Κόκκινες Μηλιές και Πράσινα Άλογα ή πράσσειν άλογα…
Στην Ελλάς του 2000, εν ολίγοις, όλοι οι υπόλοιποι υποφέρουν από φρικίας και φρίττουν από τας βλακείας.
Το νεοελληνικό κράτος οικοδομήθηκε πάνω σε τρεις θεμελιώδεις μύθους: τον μύθο για τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας, τον μύθο για τον χριστιανικό –βυζαντινό– πολιτισμό και τον μύθο για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Οι τρεις αυτοί μύθοι, χρησιμοποιούμενοι από ετερόκλητες συμμαχίες ατόμων, ομάδων και κοινωνικών στρωμάτων, θα διαμορφώσουν αυτό που μπορούμε σήμερα να αποκαλέσουμε νεοελληνικό αχταρμά. Οι λάτρεις του αρχαίου ελληνικού πνεύματος θα περιφρονήσουν οτιδήποτε σύγχρονο και λαϊκό, οι χριστιανοί θα περιφρονήσουν οτιδήποτε αρχαιοελληνικό και ευρωπαϊκό και οι ευρωπαϊστές θα περιφρονήσουν οτιδήποτε μη προερχόμενο από την Εσπερία.
Οι ομάδες που εξέφρασαν και συνεχίζουν να εκφράζουν τους δύο τελευταίουςαιώνες αυτούς τους μύθους συγκρότησαν μια συμμαχία και χρησιμοποιώνταςτο κράτος ισορροπιών που διαμορφώθηκε κατόρθωσαν να περιθωριοποιήσουνοτιδήποτε γνήσια ελληνικό εμφανίστηκε σ’ αυτόν τον τόπομετά την Επανάσταση του 1821. Ο «φιλελληνισμός» και η «ελληνικότητα» του δυτικού πολιτισμού είναι ένα μύθευμα, ο «ελληνο-χριστιανικός»πολιτισμός υπήρξε όσο υπήρξε και ο «ελληνο-ρωμαϊκός» πολιτισμός καιείναι αμφίβολο αν έγινε ποτέ έστω και η παραμικρή προσπάθεια να κατανοηθούν οι λόγοι για τους οποίους μεγαλούργησαν οι αρχαίοι «Έλληνες».
Τα εισαγωγικά στην λέξη Έλληνες, ίσως ξενίσουν μερικούς, όμως όσο άτοπο είναι να μιλάμε σήμερα για «ελληνικό λαό» εξίσου άτοπη είναι και η αφαίρεση από την πραγματικότητα να μιλούμε για «αρχαίο ελληνικό» πολιτισμό.
Το θαύμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού γεννήθηκε στα παράλια της Ιωνίας. Οι κάτοικοι της Ιωνίας θα αρχίσουν, από τον 8ο αιώνα, να συνειδητοποιούν ότι δεν είναι μόνον «κοινωνικά ζώα», θα θελήσουν να πετάξουν από πάνω τους τον ζυγό των βασιλιάδων και των θεών και να πάρουν στα χέρια τους την δική τους τύχη και την τύχη των πόλεών τους. Μέσα από αυτή την πάλη θα γεννηθεί η ελληνική «πόλη», ο πολίτης της οποίας «αγρυπνούσε ζηλότυπα στην ελευθερία του και πολεμούσε να την πλατύνει ολοένα με άοκνη συμμετοχή στην δημόσια ζωή» [2].
Από την άλλη οι Ίωνες φυσικοί φιλόσοφοι «ένιωθαν αποστολή τους να φωτίσουν τον λαό, να σκορπίσουν τις καταχνιές του μύθου και με τις θετικές και χρήσιμες γνώσεις, με την νατουραλιστική αντίληψη του κόσμου, να τον κάμουν ο ίδιος να πάρει στα χέρια του την τύχη του» (Θεοδωρίδης [3]). Οι φυσικοί φιλόσοφοι, αρχής γενομένης με τους Θαλή, Αναξίμανδρο και Αναξιμένη, σε μια προσπάθεια που θα διαρκέσει αιώνες και θα ολοκληρωθεί με τον Δημόκριτο, θα επιχειρήσουν να ερμηνεύσουν αυτόν τον κόσμο με την λογική, ξεφεύγοντας από την θολούρα των μύθων και του μυστικισμού, γνήσια τέκνα της εποχής τους, της εποχής που ο δήμος αγωνίζεται, και καταφέρνει, να πάρει την τύχη του στα χέρια του.
«Το εξαιρετικό και μοναδικό φαινόμενο”, μας λέει ο Καστοριάδης, “που παρατηρείται στην αρχαία Ελλάδα, προϋπόθεση και αποτέλεσμα μιας άλλης θεώρησης του κόσμου είναι η αμφισβήτηση της παράδοσης». Η κοινωνία δεν μένει προσκολημμένη στους θεσμούς που βρήκε από τους πατεράδες της ή στον λόγο και τις εντολές ενός κάποιου Ιεχωβά. Αμφισβητεί τους θεσμοθετημένους νόμους, «νόμους που απαντούν άπαξ δια παντός στο ερώτημα: ποιός άρχει;” όπως επίσης αποφεύγει να διατυπώσει μια “τελική απάντηση” σχετικά με το “τι είναι καλό, τι είναι κακό, τι είναι κόσμος, για ποιό πράγμα αξίζει κανείς να ζει ή να μην ζει». Αν εξαιρέσουμε την αρχαία Ελλάδα «σε όλες τις άλλες γνωστές κοινωνίες θεωρήθηκε αυτονόητη η συνέχιση της ζωής όπως βρέθηκε και η διατήρηση του καθενός στην θέση του. Το αυτονόητο για τους κλασικούς εβραίους δεν ήταν η αναζήτηση της ελευθερίας ή της ισότητας ή της δικαιοσύνης, αλλά η συμμόρφωση προς τις εντολές του Ιεχωβά. Για έναν χριστιανό, αν πράγματι είναι χριστιανός, αυτό που έχει σημασία δεν είναι η τύχη της κοινωνίας αλλά η σωτηρία της ψυχής του και η κατάκτηση της αιώνιας ζωής»[4].
Οι αρχαίοι Έλληνες αναζητούν, γυρεύουν να βρουν την θέση τους στην κοινωνία και, κατ’ επέκταση, στον κόσμο. Δεν την θεωρούν δεδομένη και παγιωμένη. Η λειτουργία του κόσμου και η θέση των ανθρώπων σ’ αυτόν δεν είναι a priori γνωστή. Αν κάποια γενιά βρήκε κάποιες απαντήσεις, αυτές δεν ισχύουν για την επόμενη.
Το «σαράκι» της δημοκρατίας θα εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Ο δήμος διεκδικεί το χάρισμα των χρεών, το μοίρασμα των γαιών, την συμμετοχή του στα κοινά. Χωρίς αντίσταση; Όχι βέβαια! Οι αριστοκράτες δεν θα πάψουν ούτε στιγμή να αντιστέκονται σ’ αυτήν την είσοδο της «πλέμπας» στο προσκήνιο της ιστορίας και θα έχουν την μεγάλη ευκαιρία τους στα μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο χρόνια. Η μεγαλύτερη αντίσταση, όμως, θα προέλθει από τους Δωριείς, που αγωνίστηκαν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους πάνω στους υποταγμένους είλωτές τους. «Η Λακωνική, η Αχαΐα, η Ήλιδα, οι περισσότερες περιοχές του Μοριά, η Βοιωτία για ένα μεγάλο διάστημα, η Θεσσαλία, η Μακεδονία, η Ήπειρος, η Κυρηναϊκή κι άλλες περιοχές στις αποικίες, έμειναν με τον παλαιότερο τρόπο της παραγωγής, κατοικημένες “σποράδην”, οι κάτοικοί τους “κονίποδες” χωρικοί κι η συμβολή τους στην ελληνική ανάπτυξη είταν μηδαμινή. Αν η Ελλάδα κρατούσε στο σύνολό της αυτό τον τύπο [παραγωγής], σήμερα δεν θα γινόταν λόγος γι’
αυτή.» (Θεοδωρίδης
[5],η έμφαση δική μου.)
Η αρχική έννοια της ελευθερίας (είναι ελεύθερος αυτός που δεν είναι σκλάβος
[6]) θα αποκτήσει νέο νόημα στις ελληνικές πόλεις. «Η πρώτη εμπειρία», μας λέει η Jacqueline de Romilly, «που συγκλόνισε και τρομοκράτησε τους Έλληνες δεν είχε σχέση με μια κοινωνική διαφορά που τη γνώριζαν πάντα, όπως και οι περισσότεροι λαοί, αλλά από το ενδεχόμενο να γίνουν δούλοι από έναν πόλεμο και μία ήττα.»
[7]Μέσω των μηδικών πολέμων οι Έλληνες θα συνειδητοποιήσουν την πολιτική ελευθερία: δεν έχουν κανέναν αφέντη –αντίθετα με τους βαρβάρους– παρά μόνον τον νόμο και αυτόν όχι πάντα. Θα ακολουθήσει μια δεύτερη ανακάλυψη: η δημοκρατική ελευθερία. Όλοι είναι ίσοι. Όλοι μπορούν να συμμετάσχουν στην διακυβέρνηση της πόλης. Όλοι μπορούν να εκφέρουν ελεύθερα την γνώμη τους.
Και φτάνουμε έτσι στο συγκλονιστικότερο χαρακτηριστικό της αθηναϊκής δημοκρατίας. Εφόσον όλοι οι πολίτες είναι ίσοι και «μερικοί δεν είναι πιο ίσοι από τους άλλους» (Όργουελλ, 1984) θα πρέπει όλοι τους να συμμετέχουν στην διακυβέρνηση της πόλης. Στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία τα μέλη της βουλής, των δικαστηρίων, οι άρχοντες αναδεικνύονταν μέσω κληρώσεως. Δεν εκλέγονταν. Εξάλλου, η εκλογή εθεωρείτο ίδιον των ολιγαρχικών συστημάτων. Οι αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου άρχιζαν με την φράση: «Έδοξε τω Δήμω…» Όχι «έδοξε τω Θεώ» ή «έδοξε τω βασιλεί». Η κλήρωση των βουλευτών –και όχι μόνον– είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας τα οποία οι μελετητές μόνον εν παρόδω αναφέρουν. Κι αυτό δεν ισχύει μόνον για τους απολογητές των σύγχρονων «δημοκρατιών», αυτών των –κατά Καστοριάδη– «φιλελεύθερων ολιγαρχιών», αλλά και για τους πιο ένθερμους αρνητές τους. Δεν γνωρίζω καμιά επαναστατική ομάδα που να έχει έστω προτείνει την ανάδειξη κάποιων μελών για την επιτέλεση συγκεκριμένων έργων μέσω κλήρωσης. Στην καλύτερη περίπτωση, οι «συμβουλιακοί» έχουν προτείνει την εκλογή των εκπροσώπων τους και την δυνατότητα άμεσης ανάκλησής τους όταν οι αποφάσεις τους έρχονται σε αντίθεση με την γνώμη των μελών του εργατικού συμβουλίου…
***
Οι αρχαίοι Έλληνες αρνήθηκαν να συμμορφωθούν στους κανόνες ενός παιχνιδιού αν δεν καθόριζαν οι ίδιοι όχι μόνον τους κανόνες αλλά και το ίδιο το παιχνίδι. Κι αυτός ο καθορισμός ήταν άμεσος και συγκεκριμένος, κάθε χρονική στιγμή. Δεν είναι καθόλου παράξενο, λοιπόν, που η δημοκρατία γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα.
Ακόμα και οι θεοί των Ελλήνων, δημιουργήματα οι μεν των δε, δεν απαιτούν την συμμόρφωση και την υπακοή των θνητών σε κάποιους αυστηρά καθορισμένους, θεϊκούς νόμους. Ο Δίας ασχολείται συχνότατα με τις όμορφες θνητές, ενώ σπανιότατα κατακεραυνώνει κάποιους υβριστές ανθρώπους. Πόση διαφορά από τον «Πανάγαθο» ιουδαιο-χριστιανό Ιεχωβά! Μια ματιά στην Παλαιά Διαθήκη αρκεί να πείσει τον οποιονδήποτε για το θεϊκό βασίλειο τους «Ενός και Μοναδικού», οι άνθρωποι δεν είναι παρά υποψήφιοι αμνοί προς σφαγή, στην παραμικρή ανυπακοή τους στους νόμους.
Οι Έλληνες δεν ενδιαφέρονται για την μετά θάνατον ζωή. Τους αρκεί αυτός ο κόσμος με τις χάρες και τα προβλήματά του. Δεν έχουν πάρε-δώσε ατομικού χαρακτήρα με τους θεούς. Ο Κόσμος τους χτίζεται πάνω στην επίγνωση ότι δεν υπάρχει φυγή από τον κόσμο και από τον θάνατο, ότι ο άνθρωπος είναι θνητός. Η θέση τους σ’ αυτόν τον κόσμο δεν είναι μια σχέση ατομική απέναντι στους θεούς, οι οποίοι εξασφαλίζουν την μετά θάνατον αιωνιότητα, αλλά μια σχέση κοινωνική. Σχέση με άλλους ανθρώπους με τους οποίους συμπορεύονται.
Έτσι δεν είναι τυχαίο το ότι «η πραγματική κοινωνικο-οικονομική βάση της αρχαίας δημοκρατικής πολιτείας ήταν η κοινότητα των ανεξάρτητων μικροπαραγωγών και όχι η δουλεία». (Καρλ Μαρξ).
Οι Έλληνες αρκούνται στην παραγωγή των απαραίτητων προς το ζην και το ευ ζην και αρνούνται να υποταχθούν σε νόμους που εκπορεύονται από κάποιο παρελθοντικό ή ουράνιο υπερπέραν. Αρκούνται στους διανοητικούς οργασμούς που τους επιτρέπουν να γνωρίσουν τον κόσμο γύρω τους και να συγκαθορίσουν τους νόμους της κοινής ζωής τους.
Η έννοια της ανταμοιβής ή του κέρδους (που προέρχεται από την συμμόρφωση σε κάποιους κανόνες) τούς είναι άγνωστη. Η συμμετοχή στα κοινά είναι χρέος τους. Το μοναδικό χρέος που αναγνωρίζουν στους εαυτούς τους.
***
Μέσα από τα ερείπια που άφησε πίσω του ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, βρήκαν την ευκαιρία να βγουν στο φως της ημέρας όλοι εκείνοι που επί δημοκρατίας λούφαζαν και κατά την διάρκεια του πολέμου συνωμοτούσαν κατά της δημοκρατίας περιμένοντας την νίκη της Σπάρτης. «Οι “
λακωνίζοντες” είχαν το πολίτευμά της για υπόδειγμα και θαύμαζαν τον μυθικό νομοθέτη της Λυκούργο. “Καλλίστη μεν γαρ δήπου δοκεί πολιτεία είναι η Λακεδαιμονίων” λέγει ο Κριτίας (Ξεν., Ελλ. II 3, 34). Με όμοια αναγνώριση μιλούσε ο Σωκράτης και τα συγγράμματα του Πλάτωνα, του Ξενοφώντα, του Αριστοτέλη είναι γεμάτα από εγκώμια στο σπαρτιατικό πολίτευμα και στα “λακωνικά ήθη”.» (Θεοδωρίδης
[8])
Η ολιγαρχία και η ιδεαλιστική φιλοσοφία, με τους Σωκράτη, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, θα πάρουν την πικρή τους εκδίκηση από τον δήμο και την φυσική φιλοσοφία. Οι «άριστοι» θα πρέπει να κυβερνούν –
«το άρχειν ήδιστον», μας λέει ο Αριστοτέλης
[9]–
ο λαός θα πρέπει να ασχολείται μόνον με την αθάνατη ψυχή του να είναι καλός και υπάκουος γιατί ποιός ξέρει μέσα σε τι σώμα θα γεννηθεί η ψυχή του την επόμενη ζωή. «Πρόδρομος και θεωρητικός των ολοκληρωτικών ιδεών και διδάσκαλος των βαρβαροτήτων που στιγμάτισαν τον εικοστό αιώνα, η πλατωνική “ορθή πολιτεία” με την εξουσία των επιλέκτων με τους ανθρωποφύλακες λύκους και το λαϊκό χοιροστάσιο.» (Σιμόπουλος
[10]) Ο Σωκράτης περιγράφει στην
Πολιτεία του Πλάτωνα αυτήν την «χιλιοδοξασμένη» ιδανική πολιτεία του. Περιγράφει ακόμα και το τι θα πρέπει να τρώει ή να μην τρώει η πλέμπα. Και ο Γλαύκος τον ρωτάει: «Κι αν κατασκεύαζες, Σωκράτη, καμιά πόλη χοίρων, με τι άλλο απ’ αυτά που είπες θα τους χόρταζες;»
[11]«Η καλλιέργεια του φόβου και της δεισιδαιμονίας στο λαό, θα ’ναι η γραμμή άμυνας που θ’ αναπτύξει η ιδεαλιστική φιλοσοφία για να συγκρατήσει τις μάζες μακριά από τα απειλητικά φαινόμενα των προοδευτικών ιδεών.» (Ζωγράφου
[12]) Δεν πρόκειται παρά για το αποκορύφωμα μιας διαμάχης που είχε ξεκινήσει αιώνες πριν, που είχε οδηγήσει στην ακμή αλλά και στην παρακμή του ελληνικού κόσμου. Οι καρποί της αθηναϊκής δημοκρατίας, αποστερημένοι από κάθε ικμάδα τους, θα γονιμοποιήσουν είκοσι σχεδόν αιώνες αργότερα την ευρωπαϊκή «αναγέννηση». Αλλά σε πόσο διαφορετικές συνθήκες!
Σήμερα, γινόμαστε μάρτυρες τραγελαφικών φαινομένων. Θεωρητικοί των πολιτισμών των στρατοπέδων εκθειάζουν έναν πολιτισμό-στρατόπεδο, εκείνον της Σπάρτης, χρησιμοποιώντας τα επιτεύγματα της αθηναϊκής δημοκρατίας. Χαρακτηρίζουν φυλετικά κατώτερες όσες φυλές δεν ανέπτυξαν πολιτισμούς ανάλογους με εκείνον της αρχαίας Ελλάδας –δηλαδή, της Ιωνίας και της Αττικής, δηλαδή της δημοκρατικής πόλης της Αθήνας. Η Σπάρτη, όμως, ελάχιστα προσέφερε στον κόσμο των ιδεών, των επιστημών ή ακόμα και των τεχνών. Οι Λακεδαιμόνιοι αποτελούσαν και αυτοί μια κατώτερη φυλή ή μήπως συγκαταλέγονται μεταξύ των βαρβάρων;
***
Στα χρόνια του Αλεξάνδρου και των διαδόχων του θα ανδρωθεί ο μέγιστος των φιλοσόφων της αρχαίας Ελλάδας, ο Επίκουρος. Θα επιχειρήσει στα ταραγμένα εκείνα χρόνια να λυτρώσει τον άνθρωπο από τον φόβο των θεών και από τον φόβο του θανάτου. Ο Επίκουρος πιστεύει στην ύπαρξη των θεών, θεωρεί όμως ότι δεν νοιάζονται για τα ανθρώπινα ούτε επιβλέπουν όσα γίνονται, «μήτε επιμελείσθαι των ανθρωπίνων… μήτε όλως τα γιγνόμενα επισκοπείν», τους χαρακτηρίζει «απρονόητους».
Η «απρονοησία» των θεών θα προκαλέσει την αγανάκτηση των θεοσεβούμενων. «Επίκουρος ο την πρόνοιαν αναιρών», σημειώνει με φρίκη ο νεοπλατωνικός
Πλωτίνος, όπως παλαιότερα ο
Πλούταρχος, και σαν αποτρόπαιο έγκλημα το καταγγέλουν οι χριστιανοί Πατέρες
[13]. Ο πατέρας της εκκλησίας
Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, σύμφωνα με τον Μαρξ
[14], «αξίζει ξεχωριστή μνεία σε σχέση με τον Επίκουρο, γιατί την προειδοποίηση του Αποστόλου Παύλου απέναντι στους κινδύνους της φιλοσοφίας
[15] γενικά την ερμηνεύει, μεταβάλλοντας το νόημά της, ως [αποκλειστική] προειδοποίηση απέναντι στους κινδύνους της επικούρειας φιλοσοφίας, αφού τούτη εδώ, καθώς λέει,
δεν φαντασιοκόπησε σχετικά με την θεία πρόνοια και τα παρόμοια». Ο Κλήμης, γεννημένος στην Αθήνα από εθνικούς γονείς, γνώριζε την ελληνική παιδεία και ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένος από τον Πλάτωνα, την Στοά και τον Φίλωνα. Ο τελευταίος –όχι άδικα– χαρακτηρίστηκε ως «
Εβραίος Πλάτων».
Ο Πλάτων, αιώνες πριν από τον χριστιανισμό και τα συγχωροχάρτια του μεσαίωνα, ανακαλύπτει ακόμα και τα συγχωροχάρτια για τους νεκρούς: «Κι ένα σωρό ακόμη βιβλία παρουσιάζουν (…) που περιέχουν τις ιεροτελεστίες αυτών των θυσιών, και πείθουν όχι μόνο τους ιδιώτες αλλά και ολόκληρες πόλεις ακόμη, πως με τις θυσίες των και με κάτι τέτοια ξεφαντώματα μπορούν να επιτύχουν και για ζωντανούς και για πεθαμένους τον εξαγνισμό και την άφεση των αμαρτιών τους. και ονομάζουν τελετές ολ’ αυτά τα μέσα, που μας λυτρώνουν από τα βασανιστήρια του κάτω κόσμου, που δε θα τα ξεφύγουν όσοι τις παραμελούν» (Πολιτεία [16], 364e-365a, η έμφαση δική μου.) Ίσως να μην χαρακτηρίστηκε άδικα «Μωυσής αττικίζων» από τον Νουμήνιο (γύρω στο 160 μ.Χ.)
Η δυσαρέσκεια και η εκδίκηση των θεών έπαιξε μεγάλο ρόλο σε όλες τις θρησκείες. «Η αδιαφορία των θεών για τ’ ανθρώπινα και το σβήσιμο της ψυχής με τον θάνατο, όπως δίδασκαν οι Επικούρειοι, γλίτωνε τον άνθρωπο από τέτοιους φόβους κι αγωνίες» (Θεοδωρίδης [17])
Η αθεΐα είναι, για τον Επίκουρο, προτιμότερη από την δεισιδαιμονία. Κρυπτοαθεϊστή, τον χαρακτηρίζει ο Κορδάτος [18]. Δίδασκε ακόμα ότι δεν υπάρχει ζωή μετά θάνατον και ότι οι θεωρίες για την αθανασία της ψυχής είναι μωρολογήματα: «Το φρικωδέστερον των κακών, ο θάνατος, ουδέν προς ημάς. επειδήπερ, όταν μεν ημείς ώμεν, ο θάνατος ου πάρεστιν. όταν δ’ ο θάνατος παρή, τόθ, ημείς ουκ εσμέν.» Ο Επίκουρος τόνιζε ακόμα πως είναι «προτιμότερο να πιστεύουμε στα τυφλά τα παραμύθια που μας ιστορούν την γένεση και την δράση των θεών, παρά να πιστεύουμε στην Ειμαρμένη των Στωικών, γιατί οι θεοί της μυθολογίας συγχωράνε κιόλας, ενώ η Ειμαρμένη είναι ανελέητη» (Κορδάτος [19])
Το ίδιο ανελέητη θα είναι και η «ιστορία» με τον Επίκουρο. Από τα έργα του πολυγραφότατου Επίκουρου θα σωθούν ελάχιστα αποσπάσματα, σε έργα άλλων συγγραφέων. Το ίδιο συνέβη και με τα έργα του Δημοκρίτου, τα οποία ο «αττικίζων Μωυσής» ευχόταν να καούν στην πυρά και φυσικά δικαιώθηκε πλήρως από την «ιστορία». Διότι δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε Επίκουρος να χαρακτηρίζει τον Αριστοτέλη «άσωτο» και «φαρμακοπώλη» και τους «πλατωνικούς “Διονυσιοκόλακας” επειδή ίσως μερικοί από τους μαθητές του Πλάτωνα έγιναν κοπέλια του τύραννου της Συράκουσας Διονυσίου. Τον ίδιο πάλι τον Πλάτωνα τον αποκαλούσε χλευαστικά χρυσόν». (Κορδάτος [20])
Γιατί η ιστορία φέρθηκε τόσο άδικα στον Επίκουρο; Ο επικουρισμός ήταν η μακροβιότερη φιλοσοφική σχολή που για επτά περίπου αιώνες αποτέλεσε το βάλσαμο όλων των «κολασμένων» του ελληνιστικού και ρωμαϊκού κόσμου, που προσπαθούσαν να επιβιώσουν μέσα σε έναν ολιγαρχικό κόσμο αντιπαλεύοντες με τους λογής σωτήρες και τους θεοσεβούμενους και θεοληρούντες σοφούς που το μόνο στο οποίο αποσκοπούσαν ήταν στο να ενσταλλάξουν τον φόβο για τους θεούς και την δεισιδαιμονία στις λαϊκές μάζες για να πάψουν αυτές να διεκδικούν μια καλύτερη κάτω από τον ήλιο μοίρα.
Οι απόψεις του Επίκουρου για το απρονόητον των θεών, για την ανυπαρξία της μετά θάνατον ζωής, για την ελευθερία (η βούλησή μας, έλεγε, δεν ξέρει αφέντη, είναι «αδέσποτος»), για τον γάμο και την οικογένεια θα προκαλέσουν, όπως ήταν φυσικό, την μήνιν των χριστιανών, όπως έχουμε ήδη δει. Ο Ιάκωβος θα νιώσει την ανάγκη στην Επιστολή του να κατακεραυνώσει εκείνους που επιζητούν τις ηδονές («επιζητείτε και δεν έχετε»), τους μοιχούς και τις μοιχαλίδες που δεν ξέρουν «ότι η φιλία του κόσμου είναι έχθρα έναντι του Θεού; Όποιος, λοιπόν, θελήσει να είναι φίλος του κόσμου, γίνεται εχθρός του Θεού». Και συνεχίζει αποκαλυπτικά: «Ο Θεός στους υπερήφανους αντιτάσσεται, στους ταπεινούς όμως δίνει χάρη. Υποταχθείτε, λοιπόν, στον Θεό. αντισταθείτε λοιπόν στον διάβολο, και θα φύγει από σας» [21]. Είχαν αλλάξει δραματικά οι συνθήκες από την εποχή που ο Αισχύλος έγραφε για τους Έλληνες «ούτινος δούλοι κέκληνται φωτός ουδ’ υπήκοοι» [22].
Η λέξη «φόβος» αναφέρεται περί τις 600 φορές στην Αγία Γραφή. Η «αιώνια ζωή» περί τις 45 (και μόνον στην Καινή Διαθήκη). Η «ελπίδα» –«το χαλινάρι της υποταγής» [23]– πάνω από 200 φορές. Ο φόβος για τον Θεό, ο φόβος για τον θάνατο και η ελπίδα για την αιώνια ζωή, ο «Θεός της ελπίδας» [24], η υποταγή όχι μόνον προς τον Θεό αλλά και προς τον οποιονδήποτε Καίσαρα, περιορίζουν ασφυκτικά τα πλαίσια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί ο άνθρωπος. Η μοναδική «ελευθερία» που απομένει στον άνθρωπο είναι η ελευθερία της συμμόρφωσης στους άνωθεν –ή Άνωθεν– κανόνες. «Από την αδυναμία τους ν’ αλλάξουν τις γύρω τους συνθήκες, έπεσαν στη μοιρολατρία και δέχονταν, πως τάχα δεν μπορεί να γίνει καμιά διόρθωση του κακού. Και σα συνέπεια τούτης της αντίληψης, δημιουργήθηκε η πεποίθηση, πως όλα στον κόσμο διέπονται από νόμους που ο άνθρωπος δεν μπορεί να τους εξουσιάσει ή ν’ αντιδράσει σ’ αυτούς και πως όλα κανονίζονται από τη Θεία Πρόνοια ή την Ειμαρμένη», γράφει ο Κορδάτος [25] όχι για τους χριστιανούς αλλά για τους Στωικούς. Το βασικό μήνυμα της Στοάς «η αληθινή ελευθερία βρίσκεται στην υποταγή», σαν «ιδανική αυτοάμυνα ανθρώπων που υποδουλώθηκαν και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να απελευθερωθούν (…) πέρασε στον χριστιανισμό και με την Αναγέννηση στην ιδεολογία της αστικής κουλτούρας της Ευρώπης. Οι ίδιοι οι Έλληνες έμειναν άθικτοι απ’ αυτήν τη διδασκαλία…» [26]
***
Μετά την διαρραγή της κοινότητας στην αρχαιοελληνική πόλη, η υπακοή των πολιτών στον άρχοντα είναι ο κυρίαρχος κοινωνικός θεσμός. Οι συγκρούσεις μεταξύ των αρχόντων στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή εξάντλησαν κάθε ικμάδα του αρχαίου κόσμου. Με την είσοδο του χριστιανισμού στο προσκήνιο της ιστορίας, η καταρρακωμένη ιδέα της κοινότητας μεταξύ ανθρώπων που υφίσταται για το γενικό καλό, αντικαθίσταται με την χριστιανική κοινότητα. Μόνον που εδώ τον κύριο λόγο τον έχει η σχέση ατόμου-Θεού. Τα μέλη μιας κοινότητας ανήκουν σ’ αυτήν μόνον επειδή το καθένα χωριστά έχει εγκαθιδρύσει μια σχέση με τον Θεό. «Και μια και δεν πρόκειται να καταργήσουμε τους δούλους, θα καταργήσουμε τ’ αφεντικά. Όλοι θα γίνουμε ίσοι: Όλοι δούλοι του Θεού»[27].
Η ιδέα της ανταμοιβής, του κέρδους της αιώνιας βασιλείας είναι πια στην ημερήσια διάταξη. Δεκαπέντε αιώνες αργότερα, με την επαναφορά του ευνουχισμένου αρχαιοελληνικού πνεύματος και την άνοδο της τάξης των εμπόρων στην Δ. Ευρώπη, η σχέση Θεού-ανθρώπου μπαίνει στο περιθώριο.
Το μόνο που απομένει είναι η ατομική οντότητα του καθενός και η ιδέα του κέρδους-συμφέροντος.
Η αλόγιστη ανάπτυξη θα γεννοβολήσει ένα τέρας που κυοφορούνταν ήδη από τους τρεις προχριστιανικούς αιώνες. Το τέρας της μοναξιάς. Το γενικό συμφέρον των αρχαιοελληνικών κοινοτήτων θα αντικατασταθεί από το ατομικό συμφέρον. Στις μυλόπετρες της καθημερινότητας τα όνειρα και τα σχέδια του κάθε απομονωμένου ανθρώπου θα μεταβάλλονται σε χρήμα για κάποιους άλλους.
Η οικονομία βασιλεύει. Το χρήμα κυβερνά. Η μόνη υπαρκτή ανθρώπινη σχέση είναι η ανυπαρξία σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Η μόνη αίσθηση κοινότητας που υπάρχει είναι η κοινή παρακολούθηση των ίδιων τηλεοπτικών προγραμμάτων, η κατανάλωση παρόμοιων προϊόντων, η χρήση των ίδιων αντικειμένων. Οι άνθρωποι συναντιούνται μα δεν βρίσκονται.
***
«Στην Ελλάς του 2000», μια αρχαία Ελλάδα, που δεν υπήρξε ποτέ, ένας χριστιανισμός, που δεν υπήρξε ποτέ, ένα Βυζάντιο, που δεν υπήρξε ποτέ, μια σύγχρονη Ελλάδα, που δεν υπήρξε ποτέ, καταβροχθίζουν, σα σκουλήκια, μια Ελλάδα που συνεχίζει να αντιστέκεται. Από τους καλοταϊσμένους σκώληκες θα ξεπηδήσουν νύμφες που θα γυρέψουν κάποιον άλλο Πάνα σε μιανάλλη
Arcadia [28]…
Στην αυγή του 3000…
Χρήστος Μόρφος
Epicuri de grege porcus [29]
Σημειώσεις
[1] «Και τούτο το αντίγραφον των επιστολών ων έγραψεν Ιωνάθαν τοις Σπαρτιάταις
. “Ιωνάθαν αρχιερεύς (…) Σπαρτιάταις τοις αδελφοίς χαίρειν. Έτι πρότερον απεστάλησαν επιστολαί προς Ονίαν τον αρχιερέα παρά Αρείου του βασιλεύοντος εν υμίν ότι εστέ αδελφοί ημών, ως το αντίγραφον υπόκειται (…) Και επεδέξατο Ονίας τον άνδρα τον απεσταλμένον ενδόξως και έλαβε τας επιστολάς, εν αις διεσαφείτο περί συμμαχίας και φιλίας”.» (Μακκαβαίων
Α΄, 12:5-8)
«Και τούτο το αντίγραφον των επιστολών, ων απέστειλαν Ονία
. “Άρειος βασιλεύς Σπαρτιατών Ονία ιερεί μεγάλω χαίρειν. Ευρέθη εν γραφή περί τε των Σπαρτιατών και Ιουδαίων, ότι εισίν αδελφοί και ότι εισίν εκ γένους Αβραάμ (…) Και η ύπαρξις υμών ημίν εστι, και τα ημών υμίν εστιν”.» (
Μακκαβαίων Α΄, 12:19-23)
«Και τούτο το αντίγραφον των επιστολών, ων απέστειλαν οι Σπαρτιάται
. “Σπαρτιατών άρχοντες και η πόλις Σίμωνι ιερεί μεγάλω και τοις πρεσβυτέροις και τοις ιερεύσει και των λοιπώ δήμω των Ιουδαίων αδελφοίς χαίρειν”.» (Μακκαβαίων
Α΄, 14:20)
[2] Νέστλε, στην διασκευή της
Ιστορίας της Ελληνικής Φιλοσοφίας του Τσέλλερ, έκδ. 13η, ελλην. μετ. 15. Αναφέρεται στο βιβλίο του Χ. Θεοδωρίδη,
Επίκουρος, Η Αληθινή Όψη του Αρχαίου Κόσμου, σελ. 19, εκδ. Εστία, Αθήνα, 1981.
[3] Χ. Θεοδωρίδη,
Επίκουρος, Η Αληθινή Όψη του Αρχαίου Κόσμου, σελ. 35, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1981.
[4] Κ. Καστοριάδης,
Η Αρχαία Ελληνική Δημοκρατία και η Σημασία της για μας Σήμερα, σελ. 12-13, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1986.
[5] Ό.π., σελ. 18.
[6] Για τους Ρωμαίους, για παράδειγμα, «η λέξη Libertas συνδέεται αξεχώριστα με την καθιερωμένη δουλεία: δεν έχει άμεση πολιτική έννοια». (Λαυρέντιος Γκεμερέυ,
Η Δύση της Δύσης, η Απομυθοποίηση της Ευρώπης και ο Ελληνισμός, σελ. 53, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα.
[7] Jacqueline de Romilly,
Η Αρχαία Ελλάδα σε Αναζήτηση της Ελευθερίας, σελ. 39, μετ. Κατερίνα Μηλιαρέση, Εκδόσεις το Άστυ, Αθήνα, 1992.
[8] Ό.π., σελ. 64.
[9] Αριστοτέλης,
Ρητορική, 1871, b 26.
[10] Κυριάκος Σιμόπουλος,
Η Διαφθορά της Εξουσίας, Αθήνα, 1992.
[11] «Ει δε υών πόλιν, ω Σώκρατες, κατεσκεύαζες, τι αν αυτάς άλλο ή ταύτα εχόρταζες;» Πλάτων,
Πολιτεία, 372 d.
[12] Λ. Ζωγράφου,
Αντιγνώση, Τα Δεκανίκια του Καπιταλισμού, 7η έκδοση, εκδ. Λογοθέτης, Αθήνα, 1987.
[13] Θεοδωρίδης, ό.π., σελ. 340.
[14] Καρλ Μαρξ,
Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας Φυσικής Φιλοσοφίας, σελ. 71.
[15] «Βλέπετε μη σας εξαπατήσει κάποιος διαμέσου της φιλοσοφίας και της μάταιης απάτης, σύμφωνα με τα στοιχεία του κόσμου, και όχι σύμφωνα με τον Χριστό.» (
Προς Κολοσσαείς, 2:8) Σημειωτέον ότι είναι το μοναδικό εδάφιο της Καινής Διαθήκης στο οποίο αναφέρεται ο όρος
φιλοσοφία.
[16] Πλάτων,
Πολιτεία, μετ. Ιωάννης Γρυπάρης, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα.
[17] Ό.π., σελ. 345.
[18] Γιάννης Κορδάτος,
Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, σελ. 431, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1972.
[19] Ό.π., σελ. 432.
[20] Ό.π., σελ. 412.
[21] Επιστολή Ιακώβου, 4:1-7.
[22] Πέρσες, 242.
[23] Ρ. Βανεγκέμ,
Η Επανάσταση της Καθημερινής Ζωής, μετ. Σ. Βελέντζας, εκδ. Άκμων, Αθήνα.
[24] «Ο Θεός της ελπίδας είθε να σας γεμίσει με κάθε χαρά και ειρήνη καθώς ασκείτε πίστη…» (
Προς Ρωμαίους, 15:13)
[25] Ό.π., σελ. 396.
[26] Γκεμερέυ, ό.π., σελ. 54.
[27] Λ. Ζωγράφου, ό.π., σελ. 195.
[28] Αλλά όχι με τον τρόπο που ονειρευόταν ο Βιργίλιος, ένας από τους μεγαλύτερους
χοίρους [δηλαδή, γουρούνι με όλη την –κακή– σημασία της λέξης] της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας [Et in Arcadia ego…
Και εγώ (έζησα) στην Αρκαδία...]
[29] «Χοίρος εκ της αγέλης του Επικούρου», αλλά όχι «ακριβώς» με τον τρόπο που χρησιμοποίησε την φράση για να χαρακτηρίσει τον εαυτό του ο Οράτιος (
Epist. I, 4, 16), ένας ακόμη από τους μεγαλύτερους
χοίρους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.